- κυαθίζω
- κυαθίζω (Α) [κύαθος]1. πίνω με τον κύαθο, με το ποτήρι2. δίνω σε κάποιον να πιει, κερνώ3. (για τις μηχανές τού Αρχιμήδους) ανασύρω, αναρπάζω, ανυψώνω από τη θάλασσα («ταῑς μὲν ναυσὶν αὐτοῡ κυαθίζειν ἐκ θαλάττης Ἀρχιμήδη», Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.